Τω καιρώ εκείνω βρισκόμουν για λίγες μέρες στην πατρίδα, μακριά από τη χώρα των σπουδών μου. Στο νησί, η δίψα μου για ήλιο μούλιασε με βροχή και άνεμο. Μέναμε σε ένα χαμηλό σπίτι στη μέση ενός αγριεμένου κήπου. Το δικό μου δωμάτιο ήταν ανεξάρτητο. Παραδινόμουν σε έναν ύπνο βαθύ και ασυμβίβαστο.
Τα χτυπήματα της καμπάνας με βρήκαν πάνω από το κρεβάτι μου να εκτελώ ιλιγγιώδεις ταλαντώσεις στο σκοτάδι. Το νερό άφησε το πρόσωπό μου σε ένα απόγεμα που είχε μαλακώσει από τη βροχή και, αδύναμο να σκεφτεί, είχε αρπαχτεί από τα χτυπήματα της καμπάνας. Το σπίτι ήταν άδειο. Οι άλλοι έλειπαν στη γειτονική πόλη, χαμένοι στη λατρεία των παχύσαρκων θεών τους.
Παραμέρισα τη σκουριασμένη εξώπορτα και πάτησα τα υγρά λουλούδια του κήπου (θυμήθηκα πως “άκου” σημαίνει “μύρισε” στην τοπική διάλεκτο). Πλησίασα τα χτυπήματα της καμπάνας και τις ψαλμωδίες.
Το εκκλησάκι ήταν βαμμένο με τις μπογιές των καϊκιών και φωτισμένο δυνατά. Εγώ περίμενα την κατάνυξη που μου έλειπε από τους άλλους, μα οι γυναίκες μιλούσαν δυνατά και σκουντιόντουσαν. Η ανδρική παρουσία ήταν: ο παπάς, οι ψαλτάδες και, κλεισμένα στο ιερό, τα παπαδοπαίδια που είχαν φορέσει άμφια πάνω από τα σόρτς, και είχαν ανταλλάξει τα αεροβόλα για τα ιερά σκεύη. Αραιά και πού μόνο έμπαινε ένας άντρας, άναβε κερί σαν παραστράτημα, κι έφευγε αμέσως.
Ήταν εκεί κι ο άγιός μου ανάμεσα σε άλλες εικόνες, ένας φτωχοντυμένος νεαρός. Οι ψαλμωδίες και τα Ευαγγέλια τσιτσιριζόντουσαν στην τοπική προφορά, όταν μπήκε στην εκκλησία λίγος παγωμένος αέρας. Η μαυροντυμένη γυναίκα πίσω μου είπε: “Που είσαι παιδί μου τόση ώρα, όπου να ’ναι θα βγει ο Σταυρός”.
Στεκόταν αναμαλλιασμένος μέσα στην πρώτη του εφηβεία. Στο ξεβαμμένο δέρμα λάμπανε δύο μεγάλα μάτια. Τα χείλια λαχανιασμένα, οι μπούκλες βρεμμένες, ασουλούπωτα ρούχα, χέρια και γόνατα πληγιασμένα στην αγριότητα ομαδικών παιχνιδιών. Τον ανάγκασαν να έρθει να προσκυνήσει, κι αυτός αργοπόρησε για ένα τελευταίο κυνηγητό. Μα αν ήτανε τοιχογραφία, θα ταίριαζε σε υπόγεια σπηλιά της θάλασσας.
“Άντε προχώρα τώρα” ακούγεται η μάνα, και εκείνος διστάζει ανάμεσα στις εικόνες, και σταματά μπροστά σε μία. Τα πόδια ανασηκώνονται, τα χείλια ενώνονται, και ο μικρός δίνει ένα δυνατό φιλί στην εικόνα του αγίου μου. Η θερμότητα αναβλύζει και ανθίζει στο πρόσωπό μου. Ο νεοφερμένος έρχεται και στέκεται ανάμεσα στη μάνα του και μένα. Είναι ακόμα λαχανιασμένος και η χλιαρή ανάσα του μπλέκεται με τη λειτουργία. Περνάει η ώρα. Η μουσική, το λιβάνι, οι εικόνες, και, ξανά από το πορτάκι λίγος παγωμένος νυχτερινός αέρας.
Δρασκέλισα βιαστικά τις γυναίκες και βγήκα. Το προαύλιο ήταν άδειο. Ο χωματόδρομος έρημος. Δεν ήταν πουθενά. Το υγρό χώμα μύριζε δυνατά. Πέρα έλαμπε μια PIZZA, ένα RESTAURANT, ένα BAR. Δωμάτια έφεγγαν στο φως της τηλεόρασης. Από μακριά ερχόταν επαναληπτικός ο ρυθμός μιας DISCOTEQUE. Στο γυρισμό τα χέρια μου κρέμονταν άδεια και αδύναμα.
Το χαμηλό μας σπίτι περίμενε στο τέλος του δρόμου. Πέρασα τη σκουριασμένη εξώπορτα και ετοιμάστηκα να αντιμετωπίσω τους άλλους, που είχαν πια επιστρέψει από το γλέντι τους.