Ήταν άνοιξη, εποχή της ψυχωφέλειας, όταν οι τηλεοράσεις φωσφόριζαν στα δωμάτια όπως ακριβώς ο ουρανός. Τα πουλιά είχαν έρθει στη μόδα και κατά τις εκπτώσεις οι δρόμοι γέμιζαν με φτερουγίσματα μέσα σε πλαστικές σακούλες. “Τώρα που ανθίζουν τα θερινά σινεμά”, έλεγαν οι υγιείς εραστές, “πάμε στη γωνία να αγοράσουμε μία τυρόπιτα και μια τυρόπιτα”. Στα υφάσματα εμφανίζονταν ματιέρες που ανοιγόκλειναν έκπληκτα ματοτσίνορα.
Όμως ο Μπίλ, το κακό εητζόνι, δεν είχε που να πάει. Δεν ήταν γι’ αυτόν η χαρμόσυνη ψυχωφέλεια. Το κακό εητζόνι είχε ημερομηνία λήξης στο μανίκι του. Έκανε μια βόλτα στη λεωφόρο που οι αγορίνες πουλιόντουσαν νταμιρωμένες και άκουσε τους φορτηγατζήδες να κατεβαίνουν από τα φορτηγά τους, να κατεβάζουν το φερμουάρ τους και να λένε: “Χωρίς προφυλακτικό. Αυτό το έτζη δεν το πιστεύω. Είναι προπαγάντα.” Και είδε τις διάσημες αδελφές Τερηδόνα να τους δέρνουν με περούκες και να ρίχνουν σπρέϋ στα αναίσθητα κορμιά τους. Το κακό εητζόνι κούνησε μελαγχολικά το κεφάλι του και έτσι θυμήθηκε ένα μέρος που ίσως θα μπορούσε να πάει. “Είναι ένα καφενείο με αλήτες και κλεφτρόνια” του είχαν πει κάποτε. Χωρίς ενθουσιασμό πήρε το δρόμο για το λιμάνι. Όταν έφτασε, έφτιαξε καφέ μόνος του γιατί όλοι έλειπαν για δουλειές. Αφού ήπιε το φοβερό ζουμί αποφεύγοντας να διαβάσει τα κατακάθια, έφυγε αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή. Περπατώντας στους άδειους δρόμους συνάντησε μια παιδική λύπη με κούνιες από λάστιχα και μπήκε.
Eκεί που έκανε τραμπάλα μόνος του εμφανίστηκε ένας που μέτραγε πολύ. Ήρθε κοντά, τον έπιασε γερά και εκεί που πήγαινε να τρομάξει, τον κοίταξε στα βαθιά μάτια και είπε: “Eίμαι κι εγώ σαν και σένα. Εγώ είμαι ο Αργύρης, το καυτό εητζόνι, από μάνα διάμεσο και πατέρα σιδερουργό. Εδώ μέσα σ’ αυτή την παιδική λύπη ήταν γραφτό να σε συναντήσω να κάνεις τραμπάλα μόνος σου. Ο τρόμος σου θα τρομάξει τον τρόμο μου και θα μπορούμε μαζί να είμαστε γενναίοι. Εκεί που δεν πιάνει μελάνι θα γράψουμε την υγεία, τους υγιείς και το προφυλαγμένο σεξ. Θα μπορούμε να το κάνουμε ο ένας στον άλλον άρρωστα και οι οργασμοί μας θα είναι λουτρά αίματος. Οι κόκκινες κηλίδες στο δέρμα σου θα είναι στα μάτια μου ματιέρες ψυχωφέλειας και ο φόβος του επικείμενου θανάτου σου μια τσιγαριά στο μπράτσο μου”. Με κομμένη την ανάσα ο Μπιλ το κακό εητζόνι ρώτησε: “Δηλαδή θα μπορούμε να βουτάμε την ίδια σύριγγα μέσα σε ένα σαγκουίνι; Oι καινούργιες μας μολύνσεις θα είναι τα έγχρωμα παιδιά μας; Kαι θα μας περάσει απ’ το μυαλό πως ίσως ο ιός ΗΤLV3 είναι κι αυτός ένα ζώο με δικαιώματα που δύσκολα επιζεί στον αέρα;”. Ναι, του απάντησε ο Αργύρης το καυτό εητζόνι και έγιναν αιμαδελφοί με ημερομηνία λήξης καθώς κυλούσαν στην τσουλήθρα.