Οι τουρίστες στα πλοιάρια χαιρετούν τους εργάτες των μεγάλων καραβιών. Οι ντόπιοι ανταπαντούν ειρωνικά από ψηλά. Μόνο οι σκούροι χαιρετούν ειλικρινά. Σ’ αυτήν την πολιτεία του χοντρού εμπορίου και της αλατόσουπας, όπου οι κοπέλες χαμογελούν μισοηλεκτρικά πίσω από τις βιτρίνες, όπου τα οικοδομήματα ορθώνουν φόβο και οι εκκλησίες σε συνθλίβουν, όπου δεκατετράχρονα σου δείχνουν ροζ κορμιά στα περιοδικά και μετά το δικό τους ροζ κορμί, κι όταν δουν πως δεν τα παίρνει σου χαρίζουν τα μάτια τους μεθυσμένα, σ’ αυτή την πόλη υπάρχει και μια κοπέλα που άφοβη σε πλησιάζει με το ποδήλατο μες τη νύχτα, ένας νεαρός που δουλεύει στην όπερα, διασκεδάζει στους θάμνους, και πιστεύει στους αγγέλους, η παχιά αδελφή που μέσα σ’ ένα ροζ σύννεφο που είναι το μπαρ της ξαφνικά σε κερνά ένα πικρό ποτηράκι φράουλα, ο ξένος μηχανικός με το λουλουδάτο πουκάμισο, που κάθε χαραγματιά στα χέρια του στάζει αγάπη, και καθεμιά στο πρόσωπό του χαμόγελο.
Σ’ αυτό το γερμανικό λιμάνι, τους ξένους τους φιλοξενούν μόνο ξένοι.
Ιnter-Rest Hotel
21 Μαΐου 1991